ἐξανδραποδίζοντας

ἐξανδραποδίζοντας
ἐξανδραποδίζω
reduce to utter slavery
pres part act masc acc pl
ἐξανδραποδίζω
reduce to utter slavery
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Καρυάτιδες — Ονομασία παρθένων από τις Καρυές της Λακωνίας κατά την αρχαιότητα, οι οποίες χόρευαν σε θρησκευτικές γιορτές· επίσης, τύπος γυναικείου αγάλματος που αντικαθιστά κίονες για την υποστήριξη του θριγκού των οικοδομημάτων. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”